θυμιατίζω

θυμιατίζω
και θυμιάζω (Μ θυμιατίζω)
καίω θυμίαμα, λιβανίζω
νεοελλ.
μτφ. εγκωμιάζω, κολακεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμια-τός (< θυμιάω, -ώ) + κατάλ. -ίζω), πρβλ. ακουστ-ίζω, μισητ-ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυμιατίζω — θυμιατίζω, θυμιάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θυμιατίζω — θυμιάτισα, θυμιατίστηκα, θυμιατισμένος 1. καίω θυμίαμα ή κουνώ το θυμιατήρι: Πέρασε ο παπάς και μας θυμιάτισε. 2. κολακεύω, εγκωμιάζω: Ο κυβερνητικός τύπος καθημερινά θυμιατίζει τον πρωθυπουργό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθυμιατίζω — θυμιατίζω εκ νέου ή συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμιατίζω. ΠΑΡ. αναθυμιάτισμα] …   Dictionary of Greek

  • θυμιατίζειν — θυμιατίζω good for burning as incense pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμιατίζεσθαι — θυμιατίζω good for burning as incense pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθυμιάτισαν — θυμιατίζω good for burning as incense aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθυμιάτισε — θυμιατίζω good for burning as incense aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθυμιάτισεν — θυμιατίζω good for burning as incense aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθυμιάτιστος — η, ο [θυμιατίζω] ο αθυμίαστος …   Dictionary of Greek

  • αποκαπνίζω — (Α ἀποκαπνίζω) καπνίζω, θυμιατίζω, άρρωστο με καπνό από φάρμακα, άνθη του Επιταφίου κ.λπ. για να τον γιατρέψω νεοελλ. 1. καπνίζω το τσιγάρο μέχρι τέλους 2. καπνίζω με την ησυχία μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”